- σαρμάτων
- σάρμαchasm in the earthneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαρματῶν — Σαρμάτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοισία — Ρωμαϊκή επαρχία του κάτω Δούναβη, που περιελάμβανε, στη μεγαλύτερη έκτασή της το έδαφος μεταξύ Αίμου στα Ν, Εύξεινου Πόντου στα Α, Δούναβη στα Β, των συνόρων της Δαλματίας και της Παννονίας στα Δ. Ονομάστηκε έτσι από τους Μοισούς, λαό θρακικής… … Dictionary of Greek
Σόανες — οι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) ισχυρός ορεινός λαός τού Καυκάσου, που κατοικούσε στην περιοχή τής σημερινής Γεωργίας και ανήκε στο ευρύτερο σύνολο τών Σαρματών … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Νοβοτσερκάσκ — (Novocerkassk). Πόλη (182.700 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, στην περιφέρεια του Ροστόφ. Η πόλη είναι ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Το 1864 ανακαλύφθηκε τυχαία στην πόλη αυτή ένας αρχαίος τάφος με πλούσια συλλογή κοσμημάτων και… … Dictionary of Greek
Τιριδάτης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Τ. ο A’. Γιος του Βορόνου B’ και αδελφός του Βολόγασου A’ βασιλιά των Πάρθων (58 67 μ.Χ.). Με τη βοήθεια του αδελφού του, ο Τ. έγινε βασιλιάς της Αρμενίας αφού έδιωξε τον Ίβηρα Ραδάμιστο και κυρίευσε τις πόλεις… … Dictionary of Greek